- στενόπορα
- στενόποροςwith a narrow passneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στενόπορ' — στενόπορα , στενόπορος with a narrow pass neut nom/voc/acc pl στενόπορε , στενόπορος with a narrow pass masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενόπορος — και ιων. τ. στεινόπορος, ον, Α 1. αυτός που έχει στενό πέρασμα ή στενή έξοδο («διὰ κυανέας στενοπόρου πέτρας», Ευρ.) 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στενόπορα τα στενά περάσματα, οι στενές διαβάσεις, οι στενωποί. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + πορος… … Dictionary of Greek